- ἰσοστροφή
- ἰσο-στροφή, ἡ,A correspondence, Ammon. in APr.35.23, Phlp.in APr.40.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισοστροφή — ἰσοστροφή, ἡ (Α) αντιστοιχία, ανταπόκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στροφή (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
ἰσοστροφή — correspondence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοστροφήν — ἰσοστροφή correspondence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek